Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαγλιῶ < ἐξαντλῶ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ξαγλιῶ (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό με διάφορες παραλλαγές)

  • αντλώ, αδειάζω
    ※  17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Α', Σκηνή 2η, στίχ. 325 (322-329) @anemi.lib.uoc.gr
    μ’ ἀπομονὴ τυχαίνει σου νά ’χῃς κοιλιὰ καημένη,
    νὰ πὰ γυρεύγῃς μιὰν πορδοῦ γιὰ γρὰ ξεκωλωμένη,
    καὶ νὰ λιμάσσῃς, δολιερή, μὰ ξεῦρε σὰ γυρίσω,
    τὴ λεκανίδα, ἁπού ’φηκα, θὲ νὰ τήνε ξαγλήσω
    μὲ μακαροῦνες τρυφερές, κιαμιὰ νὰ μὴν ἀφήσω,
    μ’ ἀπόκτι καὶ λουκάνικο καλὰ νὰ σὲ γεμίσω,
    κ’ ἔχε λοιπὸν ἀπομονή, κοιλιά μου πρικαμένη
    κ’ ἐγὼ σοῦ τάσσω σήμερο νὰ μείνῃς γεμισμένη.
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 56.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία