Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξέσπασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ξέσπασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ξεσπώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ξεσπώ