νόμιμο χρήμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
νόμιμο χρήμα ουδέτερο
- (οικονομία) μέσο πληρωμής που δεν καλύπτεται από απόθεμα κάποιου υλικού (π.χ. του χρυσού) και δεν έχει, έτσι, κάποια εσωτερική αξία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νόμιμο χρήμα