Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νυχτώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νυχτώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυχτώνω
  3. θα νυχτώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυχτώνω