Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

νυστάξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυστάζω
  2. θα νυστάξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυστάζω