Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

νυστάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νυστάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυστάζω
  3. θα νυστάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυστάζω