νυστάξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανυστάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νυστάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυστάζω
- θα νυστάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυστάζω