νυκτοκόραξ
Ετυμολογία
επεξεργασία- νυκτοκόραξ < νυκτικόραξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίανυκτοκόραξ αρσενικό
- (πτηνό) άλλη μορφή του νυκτικόραξ
Πηγές
επεξεργασία- νυκτοκόρακας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].