Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυκτηγορέω < νύξ + αγορά ή αγορεύω

  Ρήμα επεξεργασία

νυκτηγορέω

Συγγενικά επεξεργασία