Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ντύσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ντύνω
  2. θα ντύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ντύνω