ντύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ντύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ντύνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ντύνω
- θα ντύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ντύνω