Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντουφέκισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ντουφέκισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ντουφεκίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ντουφεκίζω