Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ντουμάνιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ντουμανιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ντουμανιάζω