Ετυμολογία

επεξεργασία
ντουάλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντουάλα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία