ντουάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντουάλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντουάλα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Duala language στην αγγλική Βικιπαίδεια