ντον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντον αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: δόνα & ντόνα)
- άλλη μορφή του δον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντον
→ δείτε τη λέξη δον |
ντον αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: δόνα & ντόνα)
→ δείτε τη λέξη δον |