ντισκαλιφιέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντισκαλιφιέ < γαλλική disqualifié
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντισκαλιφιέ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) που έχει αποκλειστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντισκαλιφιέ
ντισκαλιφιέ ουδέτερο άκλιτο