ντεπιές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεπιές < γαλλική deux-pièces < deux + pièces
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεπιές ουδέτερο
- (ενδυμασία) άλλη μορφή του ντε πιες
Πηγές επεξεργασία
- ντεπιές - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεπιές
|