Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντελόγο < αρχαία ελληνική ''ἐν τῷ λόγῳ

  Επίρρημα επεξεργασία

ντελόγο

  • αμέσως, το είπες και έγινε αμέσως, επιτόπου