Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεκορασιόν < γαλλική décoration

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεκορασιόν θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία