Ετυμολογία

επεξεργασία
ντεκαπάζ < γαλλική décapage

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντεκαπάζ θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο

  • η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία