Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

νοτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νοτίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοτίζω
  3. θα νοτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοτίζω