νοσοκομειακώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσοκομειακώς < (καθαρεύουσα) νοσοκομειακῶς < νοσοκομειακ(ός) + -ῶς (-ώς)
Επίρρημα
επεξεργασίανοσοκομειακώς
Πηγές
επεξεργασία- «νοσοκομειακός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)