νομισματολογικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομισματολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα νομισματολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε νομισματολογικ(ός) + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασίανομισματολογικώς
Πηγές
επεξεργασία- νομισματολογία (&νομισματολογικός, νομισματολογικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)