Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νομιμοποιηθούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νομιμοποιούμαι
  2. θα νομιμοποιηθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νομιμοποιούμαι