νομαρχιακώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομαρχιακώς < νομαρχιακός + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
νομαρχιακώς
Πηγές επεξεργασία
- νομαρχιακώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομαρχιακώς
|