Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομαρχεύω < αρχαία ελληνική νομαρχέω / νομαρχῶ + -εύω < νομάρχης

  Ρήμα επεξεργασία

νομαρχεύω

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία