νομαρχεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομαρχεύω < αρχαία ελληνική νομαρχέω / νομαρχῶ + -εύω < νομάρχης
Ρήμα επεξεργασία
νομαρχεύω
- άλλη μορφή του νομαρχώ
Πηγές επεξεργασία
- νομαρχεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νομαρχεύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομαρχεύω
|