νοικοκυρέψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
νοικοκυρέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοικοκυρεύω
- θα νοικοκυρέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοικοκυρεύω