Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νοικοκυρέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοικοκυρεύω
  2. θα νοικοκυρέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοικοκυρεύω