νοικιάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
νοικιάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοικιάζω
- θα νοικιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοικιάζω
νοικιάσουν