Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

νικελώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νικελώνω
  2. θα νικελώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νικελώνω