νηστέψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
νηστέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νηστεύω
- θα νηστέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νηστεύω
νηστέψουμε