Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νηστέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νηστεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νηστεύω
  3. θα νηστέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νηστεύω