νευριάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
νευριάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νευριάζω
- θα νευριάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νευριάζω
νευριάσουν