νεροβράσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανεροβράσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεροβράζω
- θα νεροβράσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεροβράζω
νεροβράσουν