Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
νενίκηκα
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος νικάω και σε συνηρημένο τύπο νικῶ
→ δείτε τη λέξη  νικάω