Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος νεκρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

νεκρώνομαι

→ δείτε τη λέξη νεκρώνω