ναύκλαστρον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναύκλαστρον < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈnaf.kla.stɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναύ‐κλα‐στρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναύκλαστρον ουδέτερο (καθαρεύουσα)
- (παρωχημένο, στρατιωτικός όρος) η τορπίλη[1]
- ※ Ἡ Σχολὴ τῶν ναυκλάστρων παρηγγέλθη νὰ ἑτοιμάσῃ πολλὰ τοιαῦτα, ὅπως χρησιμεύσωσιν ἐν ἀνάγκῃ πρὸς ἄμυναν τῶν παραλίων τοῦ Κράτους. (εφημερίδα Σίφνος, 15-20 Αυγούστου 1882, σελ. 4)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναύκλαστρον
→ δείτε τη λέξη τορπίλη |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .