Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ναυμαχήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναυμαχώ
  2. θα ναυμαχήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναυμαχώ