ναυμαχήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαναυμαχήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναυμαχώ
- θα ναυμαχήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναυμαχώ
ναυμαχήσουμε