Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ναρκώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναρκώνω
  2. θα ναρκώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναρκώνω