Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ναρκισσευτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναρκισσεύομαι
  2. θα ναρκισσευτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναρκισσεύομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ναρκισσεύομαι