Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νανουρίσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νανουρίζω
  2. θα νανουρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νανουρίζω