Ετυμολογία

επεξεργασία
νανάκια < υποκοριστικό του νάνι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νανάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (οικείο) ο ύπνος (χρησιμοποιείται συνήθως όταν απευθυνόμαστε σε νήπια)
    πάμε για νανάκια;

  Μεταφράσεις

επεξεργασία