Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυρμηγκοφάγο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
miɾ.miŋ.ɡoˈfa.ɣo
/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
μυρμηγκοφάγο
αρσενικό
αιτιατική
πληθυντικού
του
μυρμηγκοφάγος