μυξάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυξάζω < ελληνιστική κοινή μυξάζω < αρχαία ελληνική μύξα < μύσσομαι
Ρήμα
επεξεργασίαμυξάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μυξάζω | μύξαζα | θα μυξάζω | να μυξάζω | μυξάζοντας | |
β' ενικ. | μυξάζεις | μύξαζες | θα μυξάζεις | να μυξάζεις | μύξαζε | |
γ' ενικ. | μυξάζει | μύξαζε | θα μυξάζει | να μυξάζει | ||
α' πληθ. | μυξάζουμε | μυξάζαμε | θα μυξάζουμε | να μυξάζουμε | ||
β' πληθ. | μυξάζετε | μυξάζατε | θα μυξάζετε | να μυξάζετε | μυξάζετε | |
γ' πληθ. | μυξάζουν(ε) | μύξαζαν μυξάζαν(ε) |
θα μυξάζουν(ε) | να μυξάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μύξασα | θα μυξάσω | να μυξάσω | μυξάσει | ||
β' ενικ. | μύξασες | θα μυξάσεις | να μυξάσεις | μύξασε | ||
γ' ενικ. | μύξασε | θα μυξάσει | να μυξάσει | |||
α' πληθ. | μυξάσαμε | θα μυξάσουμε | να μυξάσουμε | |||
β' πληθ. | μυξάσατε | θα μυξάσετε | να μυξάσετε | μυξάστε | ||
γ' πληθ. | μύξασαν μυξάσαν(ε) |
θα μυξάσουν(ε) | να μυξάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μυξάσει | είχα μυξάσει | θα έχω μυξάσει | να έχω μυξάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μυξάσει | είχες μυξάσει | θα έχεις μυξάσει | να έχεις μυξάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μυξάσει | είχε μυξάσει | θα έχει μυξάσει | να έχει μυξάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μυξάσει | είχαμε μυξάσει | θα έχουμε μυξάσει | να έχουμε μυξάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μυξάσει | είχατε μυξάσει | θα έχετε μυξάσει | να έχετε μυξάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μυξάσει | είχαν μυξάσει | θα έχουν μυξάσει | να έχουν μυξάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυξάζω
|