→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυδροβόλησις < μυδροβολέω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.ðɾoˈvo.li.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐δρο‐βό‐λη‐σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυδροβόλησις θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .