Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπροσέ < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

μπροσέ άκλιτο

  • βαρύ βαμβακερό ή (σπανιότερα) μάλλινο ύφασμα με σχεδιάκια

  Μεταφράσεις επεξεργασία