μπουμπουνίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμπουμπουνίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπουμπουνίζω
- θα μπουμπουνίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπουμπουνίζω