Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μπουμπουνίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπουμπουνίζω
  2. θα μπουμπουνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπουμπουνίζω