Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μπουμπουνίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μπουμπουνίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπουμπουνίζω
  3. θα μπουμπουνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπουμπουνίζω