μπουκωθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μπουκωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπουκώνομαι
- θα μπουκωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπουκώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μπουκώνομαι